- ξυνετόν
- συνετόςintelligentmasc acc sg (attic)συνετόςintelligentneut nom/voc/acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ξυνετόν — Συνετόν , Συνετός intelligent masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνετός — ή, ό / συνετός, ή, όν, ΝΜΑ [συνίημι] αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek